Χρόνια περνούσα από κει. Ανεβοκατέβαινα
για τον συννεφιασμένο Βορά κι είχα ακούσει. Οπότε, γυρνάω ένα βράδυ και τον
βλέπω. Ήταν πράγματι ένας όμορφος άνδρας με λεπτά χαρακτηριστικά. Ψηλός, , αδιευκρίνιστης
ηλικίας, με γυρτή μύτη κι ενδιαφέρουσες χειρονομίες. Πάλευε τώρα με τις σούβλες
του. Βλαχόμαγκας!..
Έξω απ΄ το μαγαζί του σαπίζαν τα σύμβολα της παληάς αλητείας.
Κάτι μοτοσικλέτες πειραγμένες που όργωνε μ΄ αυτές τα σκυλάδικα στον κάμπο της Θεσσαλίας.
Και κάτι σακατεμένες μπεμβέ που μάλλον από σεβασμό σκουριάζανε μαζί του.
« Να΄ σαι καλά ρε μάγκα» του λέω πληρώνοντας. «Δε
γαμείς αδελφέ…» μ ΄απαντά «μας έκανε ο Θεός όμορφους. Δε μας έκανε πλούσιους..».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου