Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2006

Από την Άσπρη Λέξη (παραδοσιακή ναυπηγική)

Ίσαλος
Ίσαλος γραμμή: η γραμμή που χαράζεται στις πλευρές ενός πλοίου, στο ύψος όπου αυτές εφάπτονται με την επιφάνεια της θάλασσας.
Ως ουσιαστικό: τα ίσαλα είναι τα μέρη ενός σκάφους που βρίσκονται στην ίδια γραμμή με την επιφάνεια της θάλασσας όταν επικρατεί απόλυτη νηνεμία.
Λόγια λέξη του 1858, σύνθετη από το ίσος + αρχ. ουσ. άλς, γεν. αλός (= θάλασσα) - πβ. τα αρχ. ύφαλος, ύφαλα.

Μπρίκι
Είδος μεγάλου ιστιοφόρου με δυο κατάρτια. Άλλη ονομασία του: πάρων.
Η λέξη - που μεταφέρθηκε στην ελληνική πιθανότατα μέσω της ιταλικής - προέρχεται από το αγγλικό brig: συντομευμένος τύπος του brigantine, που ετυμολογείται από το μεσαιωνικό γαλλικό brigandin (= οπλισμένο ιστιοφόρο).
Το Λεξικόν τως Πρωΐας αναφέρει τους υποκοριστικούς τύπους μπριγκαντίνι και βριγαντίνον.
Διαφορετική προέλευση έχει το άλλο, το γνωστότερο μπρίκι, που χρησιμοποιείται για την παρασκευή του καφέ, το οποίο είναι τουρκικό (<>

Σκότα

Ναυτικός όρος: σκοινί που κρατάει τεντωμένα τα πανιά ιστιοφόρου πλοίου.
Ιταλική λέξη (scotta), που ανάγεται στο αρχαίο σκανδιναβικό skaut (= η χαμηλότερη γωνία του ιστίου, όπου στερεώνεται ο κάβος).

Τρόπιδα
Ναυπηγικός όρος: το κατώτατο τμήμα του σκελετού του πλοίου, που εκτείνεται από την πλώρη έως την πρύμνη και που έχει συνήθως τη μορφή μιας ή περισσότερων επάλληλων ξύλινων ή σιδερένιων δοκών, η καρίνα.
Λέξη της αρχαίας ελληνικής: τρόπις, -ι(δ)ος, αιτ. τρόπιν (και τρόπιδα), παράγωγο ουσ. του ρήματος τρέπω.
Ενδιαφέρουσα και η ιστορία της καρίνας: μεσαιωνική λέξη, μεταγραφή του λατινικού carina (= κέλυφος), που οδηγεί στο μεταγενέστερο ελληνικό επίθετο καρύινος (= αυτός που μοιάζει με καρυδότσουφλο) και στο αρχαίο κάρυον (= καρύδι)!
Με την καρίνα συνδέεται και το καρνάγιο - το μικρό ναυπηγείο στο οποίο γίνονται κυρίως επισκευές: < ιταλ. carenaggio (= ναυπηγείο στο οποίο επισκευάζονται οι καρίνες).


Πηδάλιο
Λόγια λέξη, μεταφορά στη νεώτερη ελληνική του ουσ. της αρχαίας πηδάλιον (= πλατύ κουπί που χρησίμευε ως τιμόνι), λέξη η οποία σχηματίστηκε από το αρχαίο πηδόν (ή πήδον = κουπί, τιμόνι), διότι το κάτω μέρος του ήταν πλατύ όπως το πηδόν.
Κάθε πλοίο είχε δύο τιμόνια - γι' αυτό και η λέξη απαντά συνήθως στον πληθυντικό (: τά πηδάλια). Αυτά κινούνταν όπως τα κουπιά με τη βοήθεια κατάλληλης λαβής και καθώς ήταν συνδεδεμένα με εγκάρσιες δοκούς (οι οποίες ονομάζονταν ζεύγλαι ή ζευκτήριαι) κινούνταν και τα δυο συγχρόνως και προς την ίδια κατεύθυνση. Το πάνω μέρος του πηδαλίου μαζί με το μοχλό, τη λαβή, ονομαζόταν οίαξ.

Από το αρχαίο πηδόν κατάγεται και ο πιλότος, αντιδάνεια λέξη μέσω του ιταλ. pilota.

Δεν υπάρχουν σχόλια: