Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2006

οι λέξεις της "άσπρης λέξης"

Μολύβι
Το μεσαιωνικό μολύβι(ν) σχηματίστηκε από το μεταγενέστερο μολίβιον ή *μολύβιον, υποκοριστικό ουσιαστικό του αρχαίου μόλιβος ή μόλυβδος.

Κατά τον Ι. Σταματάκο, μόλυβδος καί μόλιβος είναι οι μόνοι ορθοί τύποι. Κατά τήν Ελληνιστικήν περίοδον εδημιουργήθη κατά συμφυρμόν (= ένωση) των δύο τούτων τύπων ο τύπος μόλιβδος, ως καί οι διαλεκτικοί τύποι βόλιμος καί βόλιβος (εν τη ροδιακη διαλέκτω). Πρόκειται περί ξένης λέξεως, ίσως ισπανικής προελεύσεως (προφανώς λόγω των πλουσίων κοιτασμάτων μολύβδου στην Ιβηρική Χερσόνησο).

Κιμωλία
Επίθετο της αρχαίας ελληνικής: κιμωλία (ενν. γη) = πέτρωμα της Κιμώλου.

Η κιμωλία, λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς της σε ανθρακικό ασβέστιο, χρησιμοποιείται ευρέως ως χρωστική ουσία, ως λίπασμα, ως στιλβωτικό, ως μέσο σχεδίασης και γραφής σε πίνακες κ.α. (Γ. Μπαμπινιώτης).

Η κιμωλία στην αρχαία Αθήνα, ως πηλός καταλλήλως εργαζόμενος χρησιμοποιείτο αντί σάπωνος εις κάθαρσιν των ενδυμάτων καί ξύρησιν του γενείου.


Πένα
Μικρό οξύ έλασμα που το χρησιμοποιούσαν παλαιότερα, όταν ακόμη έγραφαν με υγρό μελάνι, προσαρμόζοντάς το στην άκρη κονδυλοφόρου ή στιλογράφου μελάνης (Μ. Τριανταφυλλίδης).
Μεταφορική, η ικανότητα κάποιου να γράφει, η συγγραφική ικανότητα (: καλή / γερή / δυνατή πένα).
Από το ουσ. της λατινικής και ιταλικής penna (= φτερό), επειδή αρχικά η πένα - ως όργανο γραφής - ήταν κατασκευασμένη από φτερό πτηνού.

Γραφίδα
Όργανο γραφής (ιδίως σε παλαιότερες εποχές) και, μετωνυμικά, η συγγραφική ικανότητα, ο συγγραφέας.
Λόγια λέξη, που σχηματίστηκε από την αιτιατική του ουσ. της αρχαίας η γραφίς (< γράφω). Η αρχική σημασία της λέξης, εργαλείον κατάλληλον πρός γραφήν ή πρός σκάλισμα (γλυφήν) επί κηρωτών (= αλειμμένων με κερί) πινακίδων - σημασία που επιβιώνει στην αρχαιολογία - συνδέεται με την αρχαία σημασία του ρήματος γράφω (= χαράσσω). Κοντύλι
Καλαμένιο όργανο γραφής/ ειδική γραφίδα από σχιστόλιθο, με την οποία παλαιότερα έγραφαν πάνω στην πλάκα οι μικροί μαθητές.
Μεσαιωνική λέξη (κοντύλι < κοντύλιν < κονδύλι) που προέρχεται από το ελληνιστικό κονδύλιον, υποκοριστικό του αρχ. κόνδυλος (= o αρμός του δακτύλου, η κλείδωσις/ πυγμή, γρόνθος, μπουνιά), επειδή ως γραφίδα χρησιμοποιούσαν ένα κομμάτι καλάμι κομμένο από έναν κόνδυλο (δηλ. κόμπο) σε άλλο.

πιάνει το ζιμιό χαρτί, κοντύλι και μελάνι (Ερωτόκρ. Δ΄ 460)

καλοί γραμματικοί 'πιτήδειοι στο κονδύλι (Εβρ. ελεγ. 164.2)

Δεν υπάρχουν σχόλια: